Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Θέμα: Γιατί οι αμυντικοί γίνονται ακριβότεροι;

Σχεδόν ολόκληρο το καλοκαίρι, η Παρί Σεν Ζερμέν προσπαθούσε να ολοκληρώσει την μεταγραφή του Άνχελ Ντι Μαρία από την Ρεάλ Μαδρίτης, κάτι που όπως φαίνεται δεν πραγματοποιήθηκε. Ο πρόεδρος της Παρί, Αλ Κελάφι, δήλωσε πως ο Ντι Μαρία είναι πολύ ακριβός και λόγω του Financial Fair Play δεν μπορεί να προχωρήσει. 


Εφόσον λοιπόν οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν, ο Ντι Μαρία πήρε μεταγραφή για την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με ένα ποσό της τάξεως των 76 εκατομμυρίων ευρώ.

Παρόλα αυτά οι Γάλλοι απέκτησαν με 60 εκατομμύρια τον Νταβίντ Λούιζ, με τον Αλ Κελάφι να δηλώνει πως δεν τον βρήκε ακριβό και πως ήθελε να κάνει πραγματικότητα την επιθυμία του προπονητή της ομάδας! Πως γίνεται όμως αυτά τα λεφτά να είναι πολλά για έναν από τους καλύτερους δημιουργικούς μέσους του κόσμου και να μην είναι για έναν, από τους καλύτερους φυσικά, αμυντικούς;

Δεν είναι μόνο ο Νταβίντ Λούιζ όμως. Η Μάντσεστερ Σίτι απέκτησε τον Μανγκαλά από την Πόρτο με 40 εκατομμύρια, ενώ δεν έχει παίξει πότε σε κάποιο από τα 5 μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Η Γιουνάιτεντ απέκτησε τον ακριβότερο, πλέον, teenager Λουκ Σο με 38 εκατομμύρια. Η Λίβερπουλ πήρε τον Λόβρεν με 27 εκατομμύρια, ποσό που είχε δαπανήσει για τον Φερνάντο Τόρες λίγα χρόνια πριν.

Η Μπάγερν πήρε τον Μπενατιά από την Ρόμα με 30 εκατομμύρια (τα διπλάσια από ότι τον είχε αγοράσει η ιταλική ομάδα). Η Μπαρτσελόνα έβγαλε από τα ταμία της 20 εκατομμύρια για τον 31χρονο Ματιέ και άλλα τόσα για Φερμάελεν, που είχε καταλήξει ως τρίτη εναλλακτική για την Άρσεναλ. Ακόμα και η Άρσεναλ, με 20 εκατομμύρια αγόρασε τον, μπακ-απ, δεξιό μπακ της Σαουθάμπτον, Τσέϊμπερς.

Γίνονται λοιπόν οι αμυντικοί ακριβότεροι; Και αν ναι, γιατί;

Το μέσο κόστος των κεντρικών αμυντικών έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, από τα 2,3 εκατομμύρια της προηγούμενης δεκαετίας, έχουμε φτάσει στα 3,1. Η Παρί Σεν Ζερμέν έχει ένα μέρος ευθύνης για αυτό το γεγονός, πραγματοποιώντας τις 3 από τις 4 ακριβότερες μεταγραφές αμυντικών στην ιστορία. Ο Μαρκίνιος αποκτήθηκε με 40 εκατομμύρια, ο Τιάγκο Σίλβα με 45 και ο Νταβίντ Λούιζ με 60. Συμπτωματικά και οι τρεις είναι Βραζιλιάνοι, πράγμα που δείχνει πως εν αντιθέσει με τα όσα λέγαμε την προηγούμενη δεκαετία για τις Λατινικές χώρες, ότι το ποδόσφαιρο της Νοτίου Αμερικής πλέον παράγει και «τείχη».


Φυσικά και μια ομάδα δεν μπορεί να ευθύνεται για το συνολικό αυτό φαινόμενο. Η CIES, εταιρία ποδοσφαιρικών ερευνών της Ελβετίας, μέσω ενός αλγορίθμου μελετά κατά πόσο η τιμή αγοράς, ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του παίκτη. Οι μετρήσεις είναι 5ετής και αναλύονται 1500 μεταγραφές, βάση τις ηλικίες, τα συμβόλαια και τις συμμετοχές με τις εθνικές ομάδες. Για το φετινό μεταγραφικό παζάρι, μελετήθηκαν 17 αμυντικοί, από τους οποίους οι 9 πήραν υποτιμημένη μεταγραφή, οι 6 σωστής τιμής μεταγραφή και μόνο 2 υπερτιμημένη μεταγραφή (αναλυτικά στην εικόνα).

Παλιότερα όμως δεν ήταν έτσι. Οι ομάδες παλιότερα προτιμούσαν να σπαταλούν τα λεφτά τους σε επιθετικογενείς ποδοσφαιριστές. Αυτό ήταν το σωστό; Ή μήπως τώρα γίνεται το σωστό.

Οι εποχές έχουν αλλάξει. Τα συστήματα, οι τακτικές και οι τρόποι προπονήσεων προωθούν κατά κάποιο τρόπο το επιθετικό ποδόσφαιρο. Για αυτό και πλέον οι αμυντικοί γίνονται πολύτιμοι, προσπαθώντας να καλυφθούν οι αδυναμίες.

Άμα δεν έχετε δει την ταινία, αξίζει να δείτε το Moneyball του Μπράντ Πιτ. Το κόνσεπτ της ταινία ήταν πως ο Πιτ συνειδητοποίησε ότι οι μικρομεσαίες ομάδες μπορούν να αποκτήσουν το πλεονέκτημα στο μεταγραφικό παζάρι, εκμεταλλευόμενες τις αδυναμίες (που παλιότερα ήταν οι αμυντικοί). Αποδεικνύοντας πως οι επιθετικοί είναι αρκετά ακριβότεροι από τους αμυντικούς, έφερε τα πάνω-κάτω.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το βιβλίο «The Numbers Game» οι ανέπαφες εστίες είναι μακράν πολυτιμότερες από τα γκολ. Η ανέπαφη εστία χαρίζει στην ομάδα 2,5 βαθμούς μέσο όρο ανά αγώνα. Αντιθέτως, το γκολ δίνει στην ομάδα που βρίσκεται πίσω στο σκορ το πολύ 1 βαθμό μέσο όρο ανά αγώνα.

Ένα moneyball της… πραγματικότητας θα μπορούσε να είναι η Λυών που κατέκτησε 7 σερί τίτλους μεταξύ 2002-2008, επενδύοντας περισσότερο σε αμυντικογενείς ποδοσφαιριστές, αναπτύσσοντας παίκτες των ακαδημιών της από το κέντρο και μπροστά ή αποκτώντας τους χωρίς κόστος. Για τους επιθετικούς ειδικά, δαπανήθηκαν μόλις 7 εκατομμύρια ευρώ από το 1999 μέχρι το 2005.

Η ιδεολογία όμως παίζει μεγάλο ρόλο στο ποδόσφαιρο. Η ιδέα πως η τέλεια επίθεση μπορεί να καλύψει οποιαδήποτε άμυνα αποβλακώνει το ποδόσφαιρο. Εκτός από αυτό, βρισκόμαστε πλέον και στην εμπορευματοποίηση του αθλήματος. Οι επιθετικογενείς ποδοσφαιριστές πουλάνε περισσότερες φανέλες και τραβάνε περισσότερους χορηγούς.

Μπορείτε να με βρείτε και στο twitter ως @Senterfor

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου